Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τὸν χάρακα

См. также в других словарях:

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • χαρακιά — η, Ν 1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές») 2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα 3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… …   Dictionary of Greek

  • Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… …   Dictionary of Greek

  • ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… …   Dictionary of Greek

  • Μασκερόνι, Λορέντσο — (Lorenzo Mascheroni, Μπέργκαμο 1750 – Παρίσι 1800). Ιταλός μαθηματικός και συγγραφέας. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα και αρχικά δίδασκε ρητορική. Από το 1778 δίδασκε φυσική και μαθηματικά στο Σεμινάριο της ιδιαίτερης… …   Dictionary of Greek

  • ONOBALA — amnis siciliae, de quo sic Vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 28. Prope Tauromenium, inquit, est amnis Tauromenius. quem Appianus appellat Onobalem: Παρέπλει, inquit, τὸν ποταμὸν τὸν Ὀνοβάλαν, καὶ τὸ ἱερὸν τὸ Ἀφροδίσιον, καὶ ὡρμτσατο εἰσ τὴν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • παντογράφος — Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος… …   Dictionary of Greek

  • χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»